- ἀπαμπίσχω
- ἀπό , ἀμφί-ἴσχωkeep backpres subj act 1st sgἀπό , ἀμφί-ἴσχωkeep backpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαμπίσχω — ἀπαμπίσχω (Α) 1. βγάζω (κυρίως ένδυμα) 2. αφαιρώ, απομακρύνω 3. αποκαλύπτω, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο) + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»] … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek